- ἡλιοπλήξ
- ἡλιο-πλήξ, πλῆγος, ὁ, ἡ,A sunburnt, Call.Iamb.1.219.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηλιοπλήξ — ἡλιοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) ο Ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πληξ (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. αλι πλήξ, αστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek